- δυνάστευμα
- δῠνάστ-ευμα, ατος, τό, in pl.,A natural resources,
τὰ δ. τοῦ Αιβάνου LXX 3 Ki.2.46c
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τὰ δ. τοῦ Αιβάνου LXX 3 Ki.2.46c
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δυνάστευμα — το (AM δυνάστευμα) [δυναστεύω] νεοελλ. καταδυνάστευση, δεσποτεία αρχ. 1. η αποδοτικότητα ενός τόπου σε φυσικό πλούτο 2. οι φυσικοί πόροι ενός τόπου … Dictionary of Greek
δυναστεύματα — δυνάστευμα natural resources neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)